οξ(ε)ίδωση

οξ(ε)ίδωση
η
1. φυσ.-χημ. η δέσμευση οξυγόνου από ένα σώμα
2. χημ. χημική αντίδραση κατά την οποία αποσπώνται ηλεκτρόνια από ένα άτομο ή από ένα μόριο
3. (για μέταλλα) το αποτέλεσμα τής ένωσης ενός στοιχείου με το οξυγόνο, σκούριασμα
4. φρ. α) «αριθμός οξείδωσης»
χημ. αριθμός που επιτρέπει την εκτίμηση τού βαθμού οξείδωσης ενός στοιχείου σε μια χημική αντίδραση
β) «βιολογική οξείδωση»
(βιοχ.) διαδικασία κατά την οποία συντελείται άμεση δέσμευση μορίων οξυγόνου με την καταλυτική δράση τών οξειδασών ή αφαίρεση μορίων ύδατος υπό την επίδραση τών αφυδατασών, αλλ. καύση ή βιολογική αποικοδόμηση ή βιολογική διάσπαση
γ) «ζώνη οξείδωσης»
γεωλ. το τμήμα τών κοιτασμάτων που έχει εξαλλοιωθεί από τη δράση τών επιφανειακών υδάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξ(ε)ιδώνω* (πρβλ. γαλλ. oxidation). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξ(ε)ιδώσιμος — η, ο χημ. ο δεκτικός οξείδωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξ(ε)ίδωση, πρβλ. αγγλ. oxidizer. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”